- τεταγών
- -όντος, ὁ, Α(επικ. τ. μτχ. αορ. β' με αναδιπλασιασμό και χωρίς ενεστ.) (συν. με γεν.) αφού τόν, τήν ή τό έπιασε ή κρατώντας κάποιον ή κάτι («ῥῑψε ποδὸς τεταγὼν» — τόν έπιασε από το πόδι και τόν πέταξε, Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματισμένος με αναδιπλασιασμό (πρβλ. ἀμ-πεπαλών: πάλλω) αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. ρ. tango «άπτομαι, αγγίζω» (πρβλ. αόρ. tetigi)].
Dictionary of Greek. 2013.